Χαρακτηρίζουμε ως εμβοή την αντίληψη ήχου χωρίς την ύπαρξη αντικειμενικού ηχητικού ερεθίσματος. Οι εμβοές είναι συχνότερες σε άτομα 50-70 ετών , πιο συχνές στην Καυκάσια φυλή , ενώ να εμφανίζονται λίγο πιο συχνά στους άντρες. Διαχωρίζονται σε μη σφύζουσες-υποκειμενικές εμβοές(οι πιο συχνές) και σε σφύζουσες-αντικειμενικές , οι οποίες έχουν οργανικό υπόβαθρο.

Στην πλειονότητα των ατόμων που πάσχουν από υποκειμενικές εμβοές συνυπάρχει και κάποιο είδος βαρηκοΐας. Η συχνότητα των εμβοών αντιστοιχεί συνήθως και στις συχνότητες που αντιστοιχεί η βαρηκΐα. Συχνότερα αίτια εμβοών είναι η πρεσβυακουσία και το ακουστικό τραύμα , ενώ πιο σπάνια ευθύνονται η νόσος Menière , κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, αυτοάνοσα νοσήματα, αιθουσαία σβαννώματα , η ωτοσκλήρυνση , η πολλαπλή σκλήρυνση. Φαρμακευτικές ουσίες όπως η ασπιρίνη και τα αντιφλεγμονώδη καθώς και διεγερτικές ουσίες( καφεΐνη, τεΐνη, νικοτίνη) μπορεί να επιδεινώσουν τις εμβοές. Επίσης είναι αρκετά συχνή η παρουσία συναισθηματικών διαταραχών σε άτομα που πάσχουν χρονίως από εμβοές(ποσοστό ως 60% αυτών που πάσχουν από σοβαρού βαθμού εμβοές έχει κατάθλιψη).

Απαραίτητη για τη σωστή εκτίμηση των εμβοών είναι η λήψη λεπτομερούς ιστορικού καθώς και πλήρης ακοολογικός έλεγχος. Είναι πολύ σημαντικό να διακρίνουμε αν οι εμβοές είναι μονόπλευρες ή αμφοτερόπλευρες, αν έχουν συγκεκριμένο χρόνο έναρξης , αν η έναρξη τους συσχετίζεται με συγκεκριμένο γεγονός(πχ κάκωση κεφαλης) και αν συνυπάρχει κάποια ψυχική νόσος. Σπάνια μπορεί να απαιτηθεί και απεικονιστικός έλεγχος με αξονική ή/και μαγνητική λιθοειδών. Θεραπευτικά μπορεί να χορηγηθεί φαρμακευτική αγωγή καταρχάς ενώ αναφέρονται και πολύ καλά αποτελέσματα με τη θεραπεία επανεκπαίδευσης εμβοών ( TRT Tinnitus Retraining Therapy), εφόσον ο ασθενής μπορέσει να την ακολουθήσει για τουλάχιστον 12 μήνες. Τέλος υπάρχουν και περιπτώσεις όπως το αιθουσαίο σβάννωμα και η ωτοσκλήρυνση που η χειρουργική αντιμετώπισή τους οδηγεί και σε ύφεση/εξάλειψη των εμβοών.

Οι σφύζουσες εμβοές είναι πιο σπάνιες και διαχωρίζονται σε αγγειακές (αρτηριακές και φλεβικές) και σε μη αγγειακές. Οι μη αγγειακές οφείλονται συνήθως στο μυόκλωνο κάποιου μυός(τείνων το υπερώιο ιστίο , ανελκτήρας της μαλθακής υπερώας, σαλπιγγοφαρυγγικός) , πολλές φορές υφίονται μόνες τους, σε άλλη περίπτωση μπορεί να γίνει διατομή του πάσχοντος μυός, ενώ καλά αποτελέσματα δίνει και η τοπική έγχυση αλλαντικής τοξίνης ( botulinum) στη μαλθακή υπερώα για τη θεραπεία του μυόκλωνου αυτής. Οι αγγειακές μπορεί να είναι είτε αρτηριακής (αρτηριοσκλήρυνση, ανευρύσματα καρωτίδας, στενώσεις αγγείων, αυξημένο κλάμα εξώθησης) είτε φλεβικής αιτιολογίας( καλοήθης ενδοκράνια υπέρταση, ανατομικές ανωμαλίες φλεβών,υδροκέφαλος). Και εδώ το ιστορικό και η κλινική εξέταση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της διάγνωσης, ενώ ο απεικονιστικός έλεγχος με υπερηχοτομογραφία ,αξονική τομογραφία και αγγειογραφία και μαγνητική τομογραφία συνεισφέρει ουσιαστικά στη διαφορική διάγνωση. Η θεραπεία έγκειται στην αντιμετώπιση του εκάστοτε αιτιολογικού παράγοντα των σφύζουσων εμβοών.