Η νόσος Meniere αποτελεί μια διαταραχή του έσω ωτός με βασικά χαρακτηριστική την τριάδα της κυμαινόμενης βαρηκοΐας , των εμβοών και του ιλίγγου ενώ συνηθέστατα συνυπάρχει και το αίσθημα πληρότητας ώτων «μπουκωμένο αυτί»). Τα συμπτώματα αυτά δεν είναι μόνιμα , αλλά εμφανίζονται επεισοδιακά και των οποίων η χρονική σειρά πρώτης εμφάνισης ποικίλλει.

Ιστοπαθολογικά το χαρακτηριστικό εύρημα στη νόσο Meniere είναι ο ενδολεμφικός ύδρωπας, ο οποίος παθοφυσιολογικά παραδοσιακά αποδίδεται είτε σε αυξημένη παραγωγή ενδολέμφου από την αγγειώδη ταινία του κοχλία είτε σε μειωμένη απορρόφησή της στον ενδολεμφικό σάκο. Παρόλ΄αυτά έχει αποδειχθεί ότι δεν εμφανίζουνε νόσο Meniere όλα τα αυτιά στα οποία υπάρχει ύδρωπας.

Ο μέσος όρος της ηλικίας έναρξης της συμπτωματολογίας βρίσκεται γύρω στα 50 έτη ενώ ο επιπολασμός της νόσου είναι 0,3-1,9 περιστατικά ανά 100.000 πληθυσμού. Συνήθως αρχικά προσβάλλεται μόνο το ένα αυτί , όμως με την πάροδο του χρόνου προσβάλλονται συχνά και τα δύο αυτιά( 5-45%). Η διάρκεια του κάθε επεισοδίου είναι από 20 λεπτά ως λίγες ώρες , ενώ τα χρονικά διαστήματα μεταξύ των επεισοδίων δεν είναι σταθερά. Με τον καιρό η βαρηκοΐα και οι εμβοές μπορεί να καταστούν μόνιμες.

Οι ασθενείς δύναται να παρουσιάζουν υπερακουσία (υπερευαισθησία στους ήχους) και διπλακουσία (παραποίηση του ήχου) . Σε προχωρημένες καταστάσεις ο ασθενής μπορεί να βιώσει απότομες πτώσεις (drop attacks) ,χωρίς απώλεια συνείδησης, οι οποίες αναφέρονται και με τον όρο “κρίσεις Tumarkin”, ενώ σπάνια μπορεί να εμφανιστεί το φαινόμενο Lermoyez, που συνίσταται σε βελτίωση της ακουστικής ικανότητας μετά από κάποιο επεισόδιο ιλίγγου.

Η διάγνωση της νόσου βασίζεται κατά κύριο λόγο στο ιστορικό και την κλινική εικόνα. Τα διαγνωστικά κριτήρια για τη νόσο Meniere είναι τα εξής :

ΒΕΒΑΙΗ
• 2 ή περισσότερα επεισόδια ιλίγγου με διάρκεια τουλάχιστον 20 λεπτών ως 12 ώρες
• Ακοομετρικώς αποδεδειγμένη πτώση της ακοής (σε χαμηλές ή/και σε μεσαίες συχνότητες) σε συνάφεια με επεισόδιο ιλίγγου
• Διακυμαινόμενο αίσθημα εμβοών-πληρότητας ώτων στο πάσχον αυτί
• Να μην αποδίδεται σε άλλη παθολογική οντότητα

ΠΙΘΑΝΗ
• 2 ή περισσότερα επεισόδια ιλίγγου με διάρκεια τουλάχιστον 20 λεπτών ως 12 ώρες
• Διακυμαινόμενο αίσθημα εμβοών-πληρότητας ώτων στο πάσχον αυτί
• Να μην αποδίδεται σε άλλη παθολογική οντότητα

Στη διάγνωση της νόσου μπορούν ανά περίπτωση να χρησιμοποιηθούν διάφορες παρακλινικές εξετάσεις(ECochG, VEMP) ενώ τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί ως πολλά υποσχόμενη η απεικόνιση του κοχλία με ειδική τεχνική στη μαγνητική τομογραφία που μπορεί να αναδείξει απευθείας τον ενδολεμφικό ύδρωπα.

Θεραπευτικά η αντιμετώπιση της νόσου εξαρτάται από τα συμπτώματα και την ένταση της νόσου και συνίσταται σε
Διαιτητικά μέτρα, Αποφυγή πρόσληψης αλατιού(περιορισμός σε έως και 2000 mg), περιορισμός κατανάλωσης προϊόντων καπνού,καφεΐνης, σοκολάτας, ερυθρού οίνου, γιαουρτιού.

Φαρμακευτική αγωγή
• Φαρμακευτική αγωγή εναντίον του ιλίγγου(κατασταλτικά του λαβυρίνθου, αντιεμετικά)
• Διουρητικά
• Κορτικοστεροειδή ( per os και ενδοτυμπανικές εγχύσεις σε αυτιά με καλή διάκριση στην ακοή)
• Ενδοτυμπανικές εγχύσεις γενταμυκίνης (σε αυτιά με κακή διάκριση στην ακοή)

Χειρουργική θεραπεία
Σε περίπτωση που δε γίνεται εφικτός ο έλεγχος της νόσου με άλλο τρόπο είναι δυνατό να καταφύγουμε σε χειρουργική θεραπεία με συνηθέστερες επεμβάσεις την αποσυμπίεση του ενδολεμφικού σάκου, τη διατομή του αιθουσαίου νεύρου καθώς και τη λαβυρινθεκτομή.