Η ωτοσκλήρυνση είναι μία νόσος στην οποία λόγω οστικής δυσκρασίας παρατηρείται καθήλωση του αναβολέα , η οποία οδηγεί σε βαρηκοΐα αγωγιμότητας. Ουσιαστικά αποτελεί μια τοπική διαταραχή στο κροταφικό οστό του φυσιολογικού κύκλου καταστροφής – αναδόμησης του οστικού ιστού, η οποία οδηγεί στη σταδιακή οστεοποίηση της βάσης του αναβολέα και συνακόλουθα σε βαρηκοΐα.

Ιστοπαθολογικά η ωτοσκληρυντική εστία εμφανίζει περιοχές σπογγιώδους νεόπλαστου οστού μέσα στις οποίες υπάρχουν περιοχές που έχουν αντικατασταθεί με ινώδη ιστό και συμπαγές σκληρυντικό οστό. Η αρχιτεκτονική του οστού είναι διαταραγμένη με μικρό αριθμό αναγνωρίσιμων Χαρβεσιανών συστημάτων και διαπλεκόμενες οστικές δοκίδες εντός του σκληρυντικού οστού δημιουργώντας ένα πλήρως αποδιοργανωμένο οστικό υποκατάστατο.

Θεωρείται ότι πρόκειται για νόσο , για την οποία υπάρχει γενετική προδιάθεση ενώ άλλοι προδιαθεσικοί παράγοντες είναι η νόσηση με τον ιό της ιλαράς , το φύλο και οι ορμονικές μεταβολές( είναι χαρακτηριστική στις γυναίκες η γρήγορη επιδείνωση της νόσου κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά την κύηση)

Κλινικά το πρωταρχικό σύμπτωμα αποτελεί η ασύμμετρη αμφοτερόπλευρη βαρηκοΐα αγωγιμότητος, το μέγεθος της οποίας σχετίζεται με το βαθμό καθήλωσης της βάσης του αναβολέα και είναι σταδιακά επιδεινούμενη. Μόνο στο 15% των ασθενών η βαρηκοΐα παραμένει μονόπλευρη. Σπάνια η βαρηκοΐα μπορεί να είναι αμιγώς νευροαισθητηριακή ( κοχλιακή ωτοσκλήρυνση). Στην περίπτωση αυτή ενοχοποιείται για τη βλάβη στα τριχωτά κύτταρα η είσοδος στον κοχλία φλεγμονωδών ουσιών από οστεολυτικές εστίες που εντοπίζονται μόνο στην ωτική κάψα.

Σημαντικός αριθμός ασθενών υποφέρει επίσης από εμβοές η ένταση των οποίων είναι συνήθως πιο έντονη στα αρχικά στάδια της νόσου. Επίσης δεν είναι σπάνιες και οι εκδηλώσεις από το αιθουσαίο σύστημα με προεξάρχοντα τον καλοήθη ίλιγγο θέσης.
Ωτοσκοπικά οι ασθενείς μπορεί να εμφανίζουν σε περίπτωση ενεργής εστίας το λεγόμενο σημείο Schwartze , δηλαδή μια έντονης κοκκινωπής απόχρωσης εστία πίσω από την τυμπανική μεμβράνη και οφείλεται στην αυξημένη αγγείωση της ωτοσκληρυντικής εστίας.

Θεραπευτικά η αντιμετώπιση της ωτοσκλήρυνσης στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας της ακοής του ασθενούς , κάτι το οποίο επιτυγχάνεται είτε με τη χρήση ακουστικού βαρηκοΐας είτε χειρουργικά ( αναβολοτομή ) . Επίσης σε αρχόμενα στάδια της νόσου αναφέρεται στη βιβλιογραφία και η δυνατότητα χορήγησης φθοριούχου νατρίου , το οποίο μέσω της βοήθειάς του στην ωρίμανση του οστίτη οστού θεωρείται πως καθυστερεί την εξέλιξη της νόσου.