Οι ρινικοί πολύποδες αποτελούν φλεγμονώδεις μισχωτές διογκώσεις του ρινικού βλεννογόνου. Χαρακτηρίζονται ιστολογικά από οιδηματώδες στρώμα με φτωχή αγγείωση και διήθηση του ρινικού βλεννογόνου από κύτταρα της φλεγμονής(κυρίως ηωσινόφιλα αλλά και μαστοκύτταρα και λεμφοκύτταρα).
Επιδημιολογικά το ποσοστό τους στο γενικό πληθυσμό κυμαίνεται από 0,5 – 4,3 % , είναι συχνότεροι στους άνδρες και η πιο συχνή ηλικία εμφάνισης είναι στην 5η δεκαετία της ζωής. Η ανεύρεση ρινικών πολυπόδων σε παιδιά επιβάλλει την περαιτέρω διερεύνησή για κυστική ίνωση ή σύνδρομο δυσκινησίας κροσσών.
Προδιαθεσικοί /συσχετιζόμενοι παράγοντες για την εμφάνιση πολυπόδων είναι η αλλεργκή ρινίτιδα, το άσθμα , η αλλεργία στην ασπιρίνη και τα ΜΣΑΦ, γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Πάνω από τους μισούς ασθενείς με ρινικούς πολύποδες έχουν θετικό οικογενειακό ιστορικό.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι ρινικοί πολύποδες δεν εξαλλάσσονται σε κακοήθεια αλλά σε επιλεγμένες περιπτώσεις πρέπει να γίνει διαφορική διάγνωση με άλλους όγκους της μύτης (π.χ. ανάστροφο θήλωμα).
Η θεραπεία των ρινοπολυπόδων διαχωρίζεται σε συντηρητική και χειρουργική. Αρχικά γίνεται προσπάθεια για τον έλεγχο της νόσου με φαρμακευτική αγωγή ( ρινοπλύσεις φυσιολογικού ορού, ενδορρινικά στεροειδή / σταγόνες , από του στόματος κορτιζόνη). Επίσης συγχορηγούνται συχνά και αντιισταμινικά με μικρή όμως επίδραση στη θεραπεία.
Σε περίπτωση αποτυχίας της συντηρητικής αγωγής συνίσταται η χειρουργική αντιμετώπιση με την πλέον σύγχρονη μέθοδο της ενδοσκοπικής λειτουργικής χειρουργικής παραρρινίων ( FESS). Ο στόχος της χειρουργικής αντιμετώπισης είναι η αφαίρεση των πολυπόδων και η διάνοιξη / διεύρυνση των φυσιολογικών στομίων των παραρρινίων κόλπων ούτως ώστε να καταστεί εφικτός ο επαρκής αερισμός αυτών και η ελάττωση των φλεγμονωδών υποτροπών που οδηγεί στην επανεμφάνιση των πολυπόδων. Χωρίς να είναι πανάκεια , καθώς οι πολύποδες εμφανίζουν τάση υποτροπής η χειρουργική αντιμετώπιση εξασφαλίζει μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα χωρίς συμπτώματα και με καλύτερη ποιότητα ζωής.