Η θυρεοειδεκτομή είναι η συχνότερη χειρουργική επέμβαση στους ενδοκρινείς αδένες. Η απόφαση για τη χειρουργική επέμβαση και το είδος αυτής ( ολική ή μερική θυρεοειδεκτομή) λαμβάνεται πάντα σε συνεργασία με τον ενδοκρινολόγο και συνήθως αφορά :
• Πιθανότητα ύπαρξης καρκίνου του θυρεοειδούς αδένα
• Παρουσία ευμεγέθους βρογχοκήλης σταδιακά αυξανομένης που ασκεί πιεστικά φαινόμενα
• Παρουσία μεγάλων όζων του θυρεοειδούς αδένα( άνω των 2 cm) στους οποίους η βιοψία διά λεπτής βελόνης (FNA) δεν έχει αξιόπιστα αποτελέσματα
• Μη ελεγχόμενος με τη φαρμακευτική αγωγή υπερθυρεοειδισμός

Η τομή της επέμβασης γίνεται σε προϋπάρχουσα πτύχωση(«ρυτίδα») του δέρματος για καλύτερο μετεγχειρητικό αισθητικό αποτέλεσμα. Στη συνέχεια με προσεκτική παρασκευή των ιστών και επιμελή αιμόσταση γίνεται η αφαίρεση του αδένα με μεγάλη προσοχή στην προφύλαξη των παλίνδρομων λαρυγγικών νεύρων , τα οποία είναι υπεύθυνα για τη νεύρωση των φωνητικών χορδών. Αυτό γίνεται και με τη διεγχειρητική χρήση νευροδιεγέρτη , που επιτρέπει την ελαχιστοποίηση της πιθανότητας τραυματισμού των νεύρων. Επιπρόσθετα μεγάλη προσοχή κατά τη διάρκεια της επέμβασης δίνεται στην προστασία των παραθυρεοειδών αδένων , οι οποίοι βρίσκονται σε επαφή με το θυρεοειδή αδένα και οι οποίοι είναι απαραίτητοι στο μεταβολισμό του ασβεστίου. Η επέμβαση ολοκληρώνεται με τη σύγκλειση του τραύματος με πλαστική ραφή για το αρτιότερο αισθητικό αποτέλεσμα.

Ο ασθενής παραμένει στην κλινική για μία ημέρα μετά το χειρουργείο και μπορεί να επανέλθει άμεσα στις δραστηριότητές του. Σε περίπτωση ολικής θυρεοειδεκτομής και σε συνεννόηση με τον ενδοκρινολόγο απαιτείται μετεγχειρητικά η χορήγηση από το στόμα αγωγή αποκατάστασης των θυρεοειδικών ορμονών.